αλαζών

αλαζών
(-όνος), ο, η (Α ἀλαζών)
ως επίθ. αυτός που υπερηφανεύεται υπέρμετρα ή παράλογα, υπερήφανος, υπερόπτης
αρχ.
ως ουσ.
1. ο περιπλανώμενος, περιφερόμενος εδώ κι εκεί
2. αγύρτης, τσαρλατάνος, απατεώνας
3. ως επίθ. αλαζονικός, υπεροπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ἀλαζών-όνος προήλθε από το κύριο όνομα Ἀλαζῶνες, που απαντά στον Ηρόδοτο και δηλώνει αρχαία θρακική φυλή. Επομένως το κύριο όνομα Ἀλαζῶνες με σημασιολογική επέκταση και παράλληλη μορφολογική εξέλιξη χρησιμοποιήθηκε και ως προσηγορικό. Παρόμοια εξέλιξη παρατηρείται και στις γαλλικές le vandale (κυριολ. «Βάνδαλος» και κατ’ επέκταση «κτηνώδης, βίαιος, βάναυσος, αγράμματος») και ostrogoth (κυριολ. «Οστρογότθος» και κατ’ επέκταση «αγροίκος, οργίλος, δύστροπος»)
πρβλ. και νεοελλ. βάνδαλος.
ΠΑΡ. αλαζονεύομαι, αλαζονικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀλαζών — wanderer about country masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀλαζών — ἀλαζών , ἀλαζών wanderer about country masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαζονίστατον — ἀλαζών wanderer about country masc acc sg ἀλαζών wanderer about country neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαζόν — ἀλαζών wanderer about country masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαζόνα — ἀλαζών wanderer about country masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαζόνας — ἀλαζών wanderer about country masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαζόνες — ἀλαζών wanderer about country masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαζόνι — ἀλαζών wanderer about country masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαζόνος — ἀλαζών wanderer about country masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαζόνων — ἀλαζών wanderer about country masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”